ἠπιόθυμος

ἠπιόθυμος
ἠπιόθῡμος , ἠπιόθυμος
gentle of mood
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηπιόθυμος — ἠπιόθυμος, ον (Α) ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • ἠπιόθυμε — ἠπιόθῡμε , ἠπιόθυμος gentle of mood masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιόθυμοι — ἠπιόθῡμοι , ἠπιόθυμος gentle of mood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”